- τοιχοδομώ
- τοιχοδόμησα, τοιχοδομήθηκα, τοιχοδομημένος, χτίζω τοίχο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοιχοδομώ — τοιχοδομῶ, έω, ΝΑ [τοιχοδόμος] κτίζω τοίχο … Dictionary of Greek
τοιχοδόμηση — η, Ν [τοιχοδομώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τοιχοδομώ … Dictionary of Greek
τοιχοδομία — η, Ν [τοιχοδομώ] 1. τοιχοποιία 2. αρχαιολ. ο τρόπος κατασκευής τοίχου … Dictionary of Greek